- χολεροκομείο
- τονοσοκομείο γι΄ αυτούς που πάσχουν από χολέρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χολεροκομείο — το, Ν ιατρ. νοσοκομείο για άτομα που πάσχουν από χολέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολέρα + κομείο (< κομος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. γηρο κομείο, νοσο κομείο] … Dictionary of Greek